πεθερικός

πεθερικός
-ή, -ό [πεθερός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεθερό ή στην πεθερά («στο σπίτι το πεθερικο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεθερικά
α) ο πεθερός και η πεθερά μαζί
β) το σπίτι και η οικογένεια τού πεθερού («θα κάνουμε επίσκεψη στα πεθερικά μου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πενθερικός — ή, ό / πενθερικός, ή, όν, ΝΑ βλ. πεθερικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”